- επιταχυντικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιταχυντικός — ή, ό 1. αυτός που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια 2. αυτός που συντελεί σε επιτάχυνση. επίρρ... επιταχυντικώς και ά με τρόπο που επαυξάνει την ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Ν.… … Dictionary of Greek